- ἀβρόχοις
- ἄβροχοςunwettedmasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άβροχος — η, ο (Α ἄβροχος, ον) άβρεχτος νεοελλ. (ιδιωμ. έκφρ.) «αβρόχοις ποσίν» χωρίς ζημιά, αβαρία, χωρίς δυσκολία, άκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + βρέχω] … Dictionary of Greek